σύναγμα

σύναγμα
-ατος τό N 3 0-0-0-1-0=1 Eccl 12,11
collection

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σύναγμα — collection neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύναγμα — το, ΝΜΑ [συνάγω] συνάθροιση, συσσώρευση νεοελλ. (πετρογρ.) αδρομερής χαλικώδης άμμος αρχ. το αμμώδες υλικό που συσσωρεύεται στην ουροδόχο κύστη ή στα νεφρά …   Dictionary of Greek

  • σύναγμα — το συνάθροιση, σύναξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναγμάτων — σύναγμα collection neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάγματος — σύναγμα collection neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”